- συγκόλλησις
- συγκόλλησιςgluing togetherfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκολλήσει — συγκόλλησις gluing together fem nom/voc/acc dual (attic epic) συγκολλήσεϊ , συγκόλλησις gluing together fem dat sg (epic) συγκόλλησις gluing together fem dat sg (attic ionic) συγκολλάω glue aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) συγκολλάω glue… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκολλήσεις — συγκόλλησις gluing together fem nom/voc pl (attic epic) συγκόλλησις gluing together fem nom/acc pl (attic) συγκολλάω glue aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) συγκολλάω glue fut ind act 2nd sg (attic ionic) συγκολλάω glue aor subj act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκόλλησιν — συγκόλλησις gluing together fem acc sg συγκολλάω glue pres ind act 3rd sg συγκολλάω glue pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκολλήσιμος — ον, Α [συγκόλλησις] 1. κολλημένος μαζί 2. (για φύλλα παπύρου τα οποία απαρτίζουν κύλινδρο) αυτός που προέρχεται ή προκύπτει από συγκόλληση 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγκολλήσιμον έγγραφος κύλινδρος … Dictionary of Greek
συγκόλληση — Η επανένωση δύο μεταλλικών τμημάτων και η πλήρης αποκατάσταση τους σε ένα ενιαίο κομμάτι. Γίνεται κυρίως με τη μέθοδο της φλόγας (οξυγονοκόλληση) και του βολταϊκού τόξου (ηλεκτροσυγκόλληση). Και οι δύο μέθοδοι στηρίζονται στην υψηλή θερμοκρασία.… … Dictionary of Greek
ξυγκολλήσεως — συγκολλήσεω̆ς , συγκόλλησις gluing together fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκολλήσῃ — συγκολλήσηι , συγκόλλησις gluing together fem dat sg (epic) συγκολλάω glue aor subj mid 2nd sg (attic ionic) συγκολλάω glue aor subj act 3rd sg (attic ionic) συγκολλάω glue fut ind mid 2nd sg (attic ionic) συγκολλάω glue aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)